- πολύστροφος
- -η, -ο / πολύστροφος, -ον, ΝΜΑ1. πολύ συνεστραμμένος2. μτφ. ευμετάβλητοςνεοελλ.1. (για ποίημα) αυτός ο οποίος αποτελείται από πολλές στροφές2. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές3. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που το μυαλό του παίρνει πολλές στροφές, έξυπνος, ευφυήςβ) (με αρνητ. σημ.) πολύτροπος, πανούργοςμσν.-αρχ.1. (για χορευτή) αυτός που κάνει πολλές στροφές2. (για χειριστή πηδαλίου) ο ικανός να αλλάζει πολλές φορές την κατεύθυνσηαρχ.1. (κυρίως για τον ήλιο) αυτός που πραγματοποιεί πολλούς ελιγμούς2. ο πολύ καλά κλωσμένος, πολύπλεκτος* («λίνων πολυστρόφων», Φίλιππ. θεσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -στροφος (< στροφός < στρέφω), πρβλ. νεό-στροφος].
Dictionary of Greek. 2013.